- ευαγγελίζομαι
- (ΑΜ εὐαγγελίζομαι) [ευάγγελος]φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.)αρχ.-μσν.1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)2. διαβάζω το Ευαγγέλιο τής ημέρας3. κηρύσσω κάτι ως ευχάριστη είδηση4. παθ. α) δέχομαι ευχάριστες ειδήσειςβ) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο γεγονός («ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ εὐαγγελίζεται», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.